- κεστροσφενδόνη
- κεστρο-σφενδόνη, ἡ,A engine which discharges
κέστροι 11
, Liv.42.65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κέστροι 11
, Liv.42.65.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεστροσφενδόνη — Αρχαίο όπλο που χρησιμοποιούσαν οι Μακεδόνες στρατιώτες στους πολέμους εναντίον των Περσών (4ος αι. π.Χ.). Επρόκειτο για ένα ακόντιο με σιδερένια λόγχη, που εξακοντιζόταν μέσω μίας σφεντόνας. * * * κεστροσφενδόνη, ἡ (Α) σφενδόνη, πολεμική μηχανή… … Dictionary of Greek